Στρατηγική Επικοινωνία & Διαχείριση Κρίσεων: η περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας

Της Λίνας Μυλωνά



Το ξέσπασμα μιας κρίσης εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης καθώς, στις περισσότερες των περισσότερων, είναι μη αναμενόμενο. Μια κρίση αποτελεί περισσότερο μια πραγματικότητα παρά μια κακή είδηση. Οι κρίσεις εμφανίζονται είτε με ελάχιστη προειδοποίηση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να προβλεφθούν είτε είναι περισσότερο προβλέψιμες, καθώς ο κίνδυνος κλιμακώνεται. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που εμφανίζεται ως ξέσπασμα της κρίσης μπορεί να είναι απλώς η ορατή εκδήλωση της πραγματικής κρίσης που υπέβοσκε. Εδώ η επικοινωνία εμφανίζεται ως το πιο σημαντικό εργαλείο της διαχείρισης κρίσεων. Οι μηχανισμοί της επικοινωνίας περιλαμβάνουν τα οπτικά και ακουστικά μηνύματα, δηλαδή τα συστήματα προειδοποίησης, τις ηλεκτρονικές μεταδόσεις των ανθρώπινων επικοινωνιών (τηλεόραση, ραδιόφωνο, τηλεφωνικές κλήσεις) και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Για τον χειρισμό μιας κρίσης ενδεχομένως να απαιτηθεί πέραν των διπλωματικών διεργασιών, η χρησιμοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων με την φυσική τους παρουσία (επίδειξη δυνάμεως) ή μέσω της διενέργειας μεμονωμένων ή υποστηρικτικών προς τις πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες. Οπωσδήποτε όμως απαιτείται «η εναρμόνιση διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών». Σημαντικός παράγοντας για έναν επιτυχημένο χειρισμό μιας κρίσης είναι οι προσωπικές αρχές και οι εμπειρίες του πολιτικού ηγέτη της χώρας και της ομάδας διαχείρισης.

Τα τελευταία πενήντα χρόνια, η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν βρεθεί αρκετές φορές σε περίοδο σοβαρής κρίσης ή ακόμα και στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης: Σεπτεμβριανά (1955), κρίσεις στην Κύπρο (1963-1964, 1967, 1974), Αιγαίο (1976, 1987, 1996-Ίμια), Κύπρος S-300 (1997-98), περίπτωση Οτζαλάν (1999). Στο ίδιο διάστημα, και ιδιαίτερα στην περίοδο 1974-1999, παρατηρείται έντονος και κλιμακούμενος ανταγωνισμός στρατιωτικών εξοπλισμών μεταξύ των δύο χωρών και λαμβάνει χώρα μια σύγκρουση χαμηλής έντασης (low intensity conflict) ανάμεσα στις δύο χώρες (με διαλείμματα ύφεσης). Παρά την προσέγγιση των δύο πλευρών μετά το 1999, δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στην προσπάθεια πλήρους ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων (Κείμενο Εργασίας Νο 11/2010: ΕΛΙΑΜΕΠ).

Η συμπεριφορά της Τουρκίας στηρίχθηκε σε ορισμένες επιθετικές πολιτικές της στρατηγικής διαχείρισης κρίσης, που υλοποιήθηκαν στην πράξη με την πολιτική και στρατιωτική λογική του περιορισμένου πολέμου. Η Τουρκία προσπαθεί με την εκτεταμένη χρήση απειλών και τη χρήση στρατιωτικής δύναμης να εξαναγκάσει την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της. Επομένως, η κατάληψη της βραχονησίδας αντιπροσώπευσε ενέργεια στο πλαίσιο της στρατηγικής του εξαναγκασμού. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα διαχειρίστηκε την κρίση με την αμυντική στρατηγική της αποτροπής, η οποία φανερώνει παραγνώριση του γεγονότος ότι η αποτροπή είναι έννοια αφηρημένη, διότι αν και έχει έντονο πολιτικό και στρατιωτικό χαρακτήρα, δεν είναι στρατηγική εφαρμογής δύναμης. Εμπειρικά έχει διαπιστωθεί ότι η στρατηγική του αμυνόμενου επηρεάζει ανάλογα τους μακροπρόθεσμους στόχους της στρατηγικής του επιτιθέμενου και επομένως, η ελληνική αμυντική στρατηγική δεν επηρέασε αρνητικά τη μέχρι πρότινος ελληνοτουρκική κρίση (Εισαγωγή στην Μελέτη των Διεθνών Κρίσεων, Στ. Αλειφαντής).

Σήμερα, ο Ερντογάν έχει μπροστά του εκλογές το 2019 και ήδη βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα «εθνικιστικό» αντιπολιτευτικό μέτωπο. Η ελληνική κυβέρνηση από την άλλη πλευρά έχει κι εκείνη εκλογές το 2019 και έχει υποστεί φθορά από τη σκληρή οικονομική πολιτική. Το «ατύχημα» που συνέβη με τα δύο Στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων πριν από ολίγες ημέρες μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας.    

Σχόλια